ἀτιθάσευτος

From LSJ
Revision as of 10:41, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῐθάσευτος Medium diacritics: ἀτιθάσευτος Low diacritics: ατιθάσευτος Capitals: ΑΤΙΘΑΣΕΥΤΟΣ
Transliteration A: atitháseutos Transliteration B: atithaseutos Transliteration C: atithaseftos Beta Code: a)tiqa/seutos

English (LSJ)

[θᾰ], ον, A untamable, wild, Agatharch.74, Aesop.342, Plu.Art.25, 2.728a; κακία App.BC4.8; τοῦ νόμου τὸ λίαν ἀκριβὲς καὶ ἀ. Agath.4.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῐθάσευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ τιθασεύσῃ, ἄγριος, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25., 2. 728A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut apprivoiser, sauvage.
Étymologie: ἀ, τιθασεύω.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἀτιθασσ- Plu.Art.25, Basil.M.32.209B
I 1indómito, no domesticable del cinocéfalo, Agatharch.74, de la golondrina, Plu.2.728a, τὰ ζῷα D.S.3.35, ἑρπετά I.BI 6.336, τῶν θηρίων τὰ ἀτιθάσσευτα Plu.l.c.
2 fig. fiero, duro πονηρία Aesop.206.1, κακία App.BC 4.8, cf. Phld.Vit.11.4B.
subst. τοῦ νόμου τὸ λίαν ἀκριβὲς καὶ ἀτιθάσευτον Agath.4.21.3.
II adv. -ως fieramente ἐξαγρίωντα καὶ ἀ. ἔχουσιν Basil.l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτιθάσευτος, -ον)
αυτός που δεν τιθασεύθηκε ή που στάθηκε αδύνατο να ελεγχθεί.

Greek Monotonic

ἀτῐθάσευτος: -ον (τῐθᾰσεύω), αυτός που δεν μπορεί κανείς να δαμάσει, άγριος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τιθασεύω
untamable, wild, Plut.