χαριέντως
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (Woodhouse)
(see also: χαρίεις) charmingly, cleverly, elegantly, gracefully, pleasingly, stylishly, winningly, wittily
German (Pape)
[Seite 1337] adv. von χαρίεις, anmuthig, scherzhaft, geistreich, allerliebst; πάνυ γὰρ χαριέντως καὶ μεμελημένως ἔχει τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 344 b, vgl. Polit. 300 b Phaed. 87 a, auch ironisch; – gutmüthig, ἀμύνεσθαι Isocr. 5, 22.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec grâce ; avec esprit ou finesse, d’une manière agréable;
2 avec bonne grâce, de bon cœur ; particul. à bonne intention;
Cp. χαριέστερον.
Étymologie: χαρίεις.
Russian (Dvoretsky)
χᾰριέντως:
1) красиво, изящно: χ. ἔχειν τὸ σῶμα Plat. обладать физической красотой;
2) остроумно, искусно (συμβουλεύειν Plat.): οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐχὶ πάνυ χ. ἀποδεδεῖχθαι Plat. я не отрицаю, что (это) доказано превосходно; χ. μέν, ἀπειροτέρως δὲ ἐπαινεῖν τι Isocr. хвалить что-л. остроумно, но без знания дела;
3) вежливо, мягко (ἀμύνεσθαί τινα Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριέντως: Ἐπίρρ. τοῦ χαρίεις, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
χαριέντως ΝΜΑ
με χάρη, με κομψότητα
αρχ.
1. με ευγένεια («χαριέντως ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)
2. με καλή διάθεση, με καλή πρόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + κατάλ. -εις (πρβλ. τολμ-ή-εις). Αξιοσημείωτο είναι ότι στο επίθ. χαρίεις, η κατάλ. -εις έχει προστεθεί στο θ. της λ. χωρίς τη μεσολάβηση συνδετικού φωνήεντος (για την κατάλ. -εις βλ. λ. -όεις)].