παντέλεια

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντέλεια Medium diacritics: παντέλεια Low diacritics: παντέλεια Capitals: ΠΑΝΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: pantéleia Transliteration B: panteleia Transliteration C: panteleia Beta Code: pante/leia

English (LSJ)

ἡ, A consummation, ἡ π. τῆς καταφθορᾶς Plb.1.48.9; π. ἀρετῆς Ph.1.38; πᾶσα πολιτικὰ κοινωνία λύρας παντελῄᾳ ποτέοικεν prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94; εἰς ἀσφαλῆ τινα καὶ βεβαίαν π. ἀγαθῶν ἐξικόμενον Plu.2.106If; εἰς π. διδαχθῆναι, opp. εἰς τύπωσιν, Phld. Rh.2.34S.; τριετηρικὴ π., of the great mysteries, Plu.2.671d, cf. IG 3.77. II παντέλεια was a Pythagorean name of the number ten, Theol.Ar.63.

German (Pape)

[Seite 463] ἡ, Vollendung, der höchstmögliche Grad; τῆς καταφθορᾶς, Pol. 1, 48, 9; Sp.; – τριετηρικὴ παντ. nennt Plut. Symp. 4, 6, 1 die großen Mysterien. – Bei den Pythagoräern hieß die Zehnzahl so, Theol. arithm. p. 63.

Greek (Liddell-Scott)

παντέλεια: ἡ, ἡ παντελὴς τελειότης, τοιαύτην συνέβη γενέσθαι τὴν παντέλειαν τῆς καταφθορᾶς, ὥστε καὶ τὰς βάσεις τῶν πύργων .. ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἄχρειωθῆναι Πολύβ. 1. 48, 9· π. τῶν ἀγαθῶν, ἐπὶ τῆς μυήσεως εἰς τὰ μυστήρια, Πλούτ. 2. 1061Ε, Κλήμ. Ἀλ. 498 τριετηρικὴ π., ἐπὶ τῶν μεγάλων μυστηρίων, Πλούτ. 2. 671D. ΙΙ. παντέλεια ἦτο πυθαγόρειον ὄνομα τοῦ ἀριθμοῦ δέκα, Θεολ. Ἀριθμ. 63· καλεῖται καὶ παντελὴς ἀριθμὸς ὑπὸ τοῦ Φιλολάου ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 8· παντέλειος παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 782.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
achèvement, fin ; le dernier terme de l’initiation aux mystères ; ἡ τριετηρικὴ παντέλεια PLUT l’accomplissement triennal des grands mystères.
Étymologie: παντελής.

Greek Monolingual

ἡ, Α παντελής
1. ο μέγιστος βαθμός, το κορύφωμα, η απόλυτη πληρότητα («τοιαύτην συνέβη γενέσθαι τὴν παντέλειαν τῆς καταφθορᾱς, ὥστε καὶ τὰς βάσεις τῶν πύργων... ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀχρειωθῆναι», Πολ.)
2. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός δέκα.

Greek Monotonic

παντέλεια: ἡ, ολοκλήρωση, τελειοποίηση, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παντέλεια:
1) доведение до конца, довершение (τῆς διαφθορᾶς Polyb.);
2) доведение до совершенства, завершение, высшая ступень (τῶν ἀγαθῶν Plut.): ἡ τριετηρικὴ π. Plut. трехгодичное завершение, т. е. великие мистерии;
3) (у пифагорейцев) число десять, десятерица (как символ совершенства).

Middle Liddell

παντέλεια, ἡ,
consummation, Polyb. [from παντελής