κατάφωρος

From LSJ
Revision as of 16:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφωρος Medium diacritics: κατάφωρος Low diacritics: κατάφωρος Capitals: ΚΑΤΑΦΩΡΟΣ
Transliteration A: katáphōros Transliteration B: kataphōros Transliteration C: kataforos Beta Code: kata/fwros

English (LSJ)

ον, A detected, Onos.39.2, J.AJ20.11.1, Plu.2.301b, App.BC1.25, Charito 1.1, Ach. Tat.2.17, POxy.71.11 (iv A.D.). II evident, manifest, D.H.Rh.9.5; κ. τῆς γνώμης γεγονέναι Plu.Cat.Mi. 54. III v. κατάφορος III.

German (Pape)

[Seite 1390] ertappt, überführt; κατ. τῆς γνώμης γενόμενος Plut. Cat. min. 54; Ael. V. H. 12, 58 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφωρος: -ον, ὁ καταφωραθείς, ἀνακαλυφθείς, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 24, Συλλ. Ἐπιγρ. 3916. ΙΙ. σαφής, κατάδηλος, φανερός, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5· κ. τῆς γνώμης γενέσθαι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris sur le fait.
Étymologie: κατά, φώρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάφωρος, -ον)
1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία»
2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ' αυτοφώρω» να κάνει κάτι
αρχ.
κατάφορος.
επίρρ...
κατάφωρα και καταφώρως
ολοφάνερα, καταφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φωρος (< φώρ, -ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό-φωρος, περί-φωρος].

Greek Monotonic

κατάφωρος: -ον, σαφής, κατάδηλος, φανερός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατάφωρος:
1) пойманный на месте преступления, уличенный (ἡ Γλαυκία φοβουμένη κ. γενέσθαι, κατέφυγε Plut.);
2) явный, открытый: τῆς γνώμης κ. γεγονέναι Plut. открыть свои намерения.

Middle Liddell

κατάφωρος, ον
detected: manifest, Plut.