γερόντιον

From LSJ
Revision as of 12:27, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γερόντιον Medium diacritics: γερόντιον Low diacritics: γερόντιον Capitals: ΓΕΡΟΝΤΙΟΝ
Transliteration A: geróntion Transliteration B: gerontion Transliteration C: gerontion Beta Code: gero/ntion

English (LSJ)

τό, Dim. of γέρων, A little old man, Hp.Ep.13, Ar.Ach.993, X.An.6.3.22, Theoc.4.58, Luc.Bacch.3. II the Carthaginian Senate, Plb.6.51.2 (v.l. γεροντικόν).

German (Pape)

[Seite 486] τό, dim. von γέρων, altes Männchen, Ar. Ach. 947; Equ. 42; Eubul. Ath. XV, 685 e u. A.

Greek (Liddell-Scott)

γερόντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γέρων, «γεροντάκι» ἢ «γεροντάκος», μικρὸς γέρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 993, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 22. ΙΙ. τῶν Καρχηδονίων ἡ γερουσία, Πολύβ. 6. 51, 2, μετὰ καὶ ἄλλης πιθανωτ. γραφῆς γεροντικόν.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit vieillard.
Étymologie: γέρων.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 vejete, viejo Ar.Ach.993, Eq.42, X.An.6.3.22, Hp.Ep.13, Theoc.4.58, Luc.Bacch.3.
2 el Senado cartaginés, Plb.6.51.2.

Greek Monotonic

γερόντιον: τό, υποκορ. του γέρων, γεροντάκος, γεροντάκι, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γερόντιον: τό
1) старичок Arph., Plut.;
2) совет старейшин (Polyb. - v.l. γεροντικόν).

Middle Liddell

[Dim. of γέρων
a little old man, Ar., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γερόντιον -ου, τό γέρων oud mannetje.