ἐπιλυμαίνομαι
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
A infest, ruin, τὸν ἀνθρώπινον βίον Plu.2.881d.
German (Pape)
[Seite 959] schaden, feindlich stören, βίον Plut. plac. phil. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλυμαίνομαι: Ἀποθ., προξενῶ λύμην, βλάβην, καταστροφήν, Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας Πλούτ. 2. 881D.
French (Bailly abrégé)
gâter, détruire, acc..
Étymologie: ἐπί, λυμαίνω.
Greek Monolingual
ἐπιλυμαίνομαι (Α) λυμαίνομαι
καταστρέφω, βλάπτω κάποιον («Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλῡμαίνομαι: портить, разрушать, губить (τὸν ἀνθρώπων βίον Plut.).