δυσκατάλλακτος

From LSJ
Revision as of 01:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκατάλλακτος Medium diacritics: δυσκατάλλακτος Low diacritics: δυσκατάλλακτος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dyskatállaktos Transliteration B: dyskatallaktos Transliteration C: dyskatallaktos Beta Code: duskata/llaktos

English (LSJ)

ον, A hard to reconcile, Plu.2.13d, Ath. 14.625b.

German (Pape)

[Seite 682] schwer auszusöhnen od. zu begütigen, Ath. XIV, 625 b.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάλλακτος: -ον, δυσδιάλλακτος, δυσκόλως συνδιαλλαττόμενος, Πλούτ. 2. 13D, Ἀθήν. 625Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne peut changer les dispositions, intraitable.
Étymologie: δυσ-, καταλλάσσω.

Spanish (DGE)

-ον
reacio a la reconciliación θυμοῦ πλήρεις, δυσκατάλλακτοι, φιλόνεικοι Ath.625b, cf. Eust.55.30
neutr. subst. τὸ δ. la poca predisposición a la reconciliación τό γε δυσμενὲς καὶ τὸ δ. Plu.2.13d.

Greek Monolingual

δυσκατάλλακτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάλλακτον
η δυσκολία στη συνδιαλλαγή.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατάλλακτος: трудно поддающийся уговорам, непримиримый (δυσμενὴς καὶ δ. Plut.).