συνδιαταλαιπωρέω

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιατᾰλαιπωρέω Medium diacritics: συνδιαταλαιπωρέω Low diacritics: συνδιαταλαιπωρέω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΤΑΛΑΙΠΩΡΕΩ
Transliteration A: syndiatalaipōréō Transliteration B: syndiatalaipōreō Transliteration C: syndiatalaiporeo Beta Code: sundiatalaipwre/w

English (LSJ)

A endure hardship with or together, Pl.Cri. 45d.

German (Pape)

[Seite 1008] mit oder zugleich Mühsal, Unglück überstehen, Plat. Crit. 45 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατᾰλαιπωρέω: ὑπομένω ταλαιπωρίας μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα Πλάτ. Κρίτων 45D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être également malheureux.
Étymologie: σύν, διά, ταλαιπωρέω.

Greek Monotonic

συνδιατᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, υπομένω ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιατᾰλαιπωρέω: вместе терпеть, вместе страдать Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδιαταλαιπωρέω [σύν, διά, ταλαιπωρέω] samen zwoegen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to endure hardship with or together, Plat.