συναντιάζω
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1001] = συναντάω, τινί, Soph. O. R. 804.
Greek (Liddell-Scott)
συναντιάζω: συναντάω, ἐνταῦθά μοι κήρυξ τε κἀπὶ πωλικῆς ἀνὴρ ἀπήνης ἐμβεβώς... ξυνηντίαζον Σοφοκλ. Ο. Τ. 804.
French (Bailly abrégé)
c. συναντάω.
Greek Monolingual
Α
συναντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συναντῶ κατά τα ρ. σε -ιάζω].
Greek Monotonic
συναντιάζω: = συναντάω, τινί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συναντιάζω: встречаться, попадаться навстречу (τινί Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναντιάζω, Att. ξυναντιάζω, zie συναντάω.
Middle Liddell
= συναντάω, τινί, Soph.]