ταραχοποιός

From LSJ
Revision as of 12:29, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρᾰχοποιός Medium diacritics: ταραχοποιός Low diacritics: ταραχοποιός Capitals: ΤΑΡΑΧΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: tarachopoiós Transliteration B: tarachopoios Transliteration C: tarachopoios Beta Code: taraxopoio/s

English (LSJ)

όν, A causing disorder or confusion, Aesop.76b.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρᾰχοποιός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν ταραχὴν ἢ σύγχυσιν, Αἴσωπ. 37.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui cause du trouble.
Étymologie: τάραχος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο / ταραχοποιός, -όν, ΝΜΑ
άτομο που προξενεί ταραχές, ταραξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταραχή + -ποιός].

Russian (Dvoretsky)

τᾰρᾰχοποιός: вносящий раздор, повергающий в смятение Aesop.