ἀποίκιλος

From LSJ
Revision as of 20:11, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποίκῐλος Medium diacritics: ἀποίκιλος Low diacritics: αποίκιλος Capitals: ΑΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: apoíkilos Transliteration B: apoikilos Transliteration C: apoikilos Beta Code: a)poi/kilos

English (LSJ)

ον, A unadorned, simple, ἀληθείας στολή Ph.1.369, al.; homogeneous, σῶμα ὁμοιομερὲς καὶ ἀ. Plot.6.7.13, cf. Iamb.VP23.103. Adv. -λως Vett. Val.343.36.

German (Pape)

[Seite 304] nicht bunt, einfach, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποίκῐλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ποικιλίαν, μὴ κεκοσμημένος, Φίλων 1. 369 κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 simple, sin adorno ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, ἁπλοῦς ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.Il.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.VP 103
homogéneo σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.
2 adv. -ως de manera simple ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.

Greek Monolingual

ἀποίκιλος, -ον (AM) ποικίλος
αστόλιστος, αδιακόσμητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀποίκιλος: не разнообразный, однообразный (sc. στίχος Plut.).