ὑπονοσέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A to be somewhat affected (by illness), of the spleen. Hp. Morb.4.57; sicken, of a person, Id.Epid.1.3, Luc.Tox.29, Merc. Cond.42.
German (Pape)
[Seite 1227] ein wenig kränkeln, anfangen zu erkranken, Luc. Tox. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονοσέω: εἶμαι νοσώδης, νοσῶ ὀλίγων, Ἱππ. 514. 51, Λουκ. Τόξαρ 29· τὸ μὲν οὖν ὅλον ὑπενόσεον οἱ φθινώδεες οὐ τὸν φθινώδεα τρόπον Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 941.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être un peu malade ; en gén. être malade.
Étymologie: ὑπό, νοσέω.
Greek Monotonic
ὑπονοσέω: μέλ. -ήσω, είμαι κάπως άρρωστος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονοσέω: прихварывать, недомогать Luc.