εὔκισσος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, A ivied, Ἑλικών AP7.407 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 1074] epheureich, Ἑλικών Diosc. 25 (VII, 407).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκισσος: -ον, πλήρης κισσοῦ, Ἑλικὼν εὔκισσος Ἀνθ. Π. 7. 407, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au beau lierre.
Étymologie: εὖ, κισσός.
Greek Monolingual
εὔκισσος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν εὔκισσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κισσός.
Greek Monotonic
εὔκισσος: -ον, σκεπασμένος με κισσό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔκισσος: весь поросший плющом (Ἑλικών Anth.).
Middle Liddell
εὔ-κισσος, ον
ivied, Anth.