κοινωφελής

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινωφελής Medium diacritics: κοινωφελής Low diacritics: κοινωφελής Capitals: ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: koinōphelḗs Transliteration B: koinōphelēs Transliteration C: koinofelis Beta Code: koinwfelh/s

English (LSJ)

ές, A of common utility, Ph.2.404, al., Gal.14.296, POxy.1409.19 (iii A.D.), Just.Nov.7.2.1: Comp., Max.Tyr.41.1: Sup., Ph.1.389.

German (Pape)

[Seite 1470] ές, gemeinnützig, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωφελής: -ές, χρήσιμος εἰς τὸ κοινόν, ὠφέλιμος, Γαλην. 14. 296, Φίλων 2. 404.

Greek Monolingual

-ές (AM κοινωφελής, -ές)
αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»).
επίρρ...
κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς)
με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. επωφελής, ψυχωφελής. Το -ω- κατά τον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει. Διατηρήθηκε επί πλέον και στο παρ. του ὄφελος, ὠφελῶ, κατ' αναλογία προς τα -ωφελής, και από αυτό πέρασε στα μεταρρημ. παρ. ωφέλεια, ωφελήσιμος, ωφέλιμος].

Russian (Dvoretsky)

κοινωφελής: общеполезный (Aesch. - v.l. к κοινοφιλής Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινωφελής -ές [κοινός, ὠφελέω] in het algemeen belang.