λεοντοφυής
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ές, A of lion nature, ἄγρα E.Ba.1196 (lyr.); κυλίκιον… ὦτα ἔχον -φυᾶ Roussel Cultes Egyptiens p.235 (Delos, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 29] ές, von Löwennatur, ἄγρα, Eur. Bacch. 1196.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντοφυής: -ές, ἔχων λέοντος φύσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1196.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de la nature du lion.
Étymologie: λέων, φύω.
Greek Monolingual
λεοντοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει φύση λιονταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- -φυής (< φυή, ἡ, ή φύος, τὸ), πρβλ. μεγαλοφυής, ταυροφυής].
Greek Monotonic
λεοντοφῠής: -ές (φυή), αυτός που έχει φύση λιονταριού, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λεοντοφῠής: львиный (ἄγρα Eur.).