ἄλινος

From LSJ
Revision as of 16:55, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλινος Medium diacritics: ἄλινος Low diacritics: άλινος Capitals: ΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: álinos Transliteration B: alinos Transliteration C: alinos Beta Code: a)/linos

English (LSJ)

ον, (< λίνον) without net, ἄ. θήρα game not caught with net, AP 9.244 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 97] ohne Netz, θήρα Apolloniad. 15 (IX, 244).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans filets.
Étymologie: , λίνος.

Spanish (DGE)

-ον de almendras ἀ. ἔλαιον Aët.7.69 (var. ἄληνον).
(ἄλῐνος) -ον no cogido con red θήρα AP 9.244 (Apollonid.).

Greek Monolingual

(I)
ἅλινος, -η, -ον (Α) ἅλς
ο κατασκευασμένος από αλάτι, αλατένιος.
(II)
ἄλινος, -ον (Α) λίνον
1. ο χωρίς (λιναρένια) δίχτυα
2. (για θηράματα) αυτό που δεν πιάστηκε με δίχτυ.

Greek Monotonic

ἄλῐνος: (λίνον), αυτός που δεν έχει δίχτυ, ἄλ. θήρα, κυνήγι στο οποιο δεν χρησιμοποιείται δίχτυ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλῐνος: без (применения) сетей (θήρα Anth.).

Middle Liddell

λίνον
without a net, ἄλ. θήρα a chase in which no net is used, Anth.