ὁρκωμοτέω
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
A take an oath, Ar.Fr.96; τινι to one, A.Eu.764; πάσης ὑπὲρ γῆς Δαναϊδῶν ὁρκωμοτῶν E.Supp.1190; ἐπί τινι Luc.Tox.50; κατὰ σφαγίων Plu.Pyrrh.6 : followed by aor. inf., θεοὺς ὁ. τὸ μήτε δρᾶσαι . . swear by the gods that they did it not, S.Ant.265: by fut. inf., Ἄρη . . ὡρκωμότησαν . . λαπάξειν ἄστυ made oath by Ares that they would... A. Th.46.
German (Pape)
[Seite 379] einen Eid schwören, τινά, bei einem Gotte, Aesch. Spt. 46, τινί, Eum. 734; θεούς, Soph. Ant. 264; Eur. Suppl. 1189; u. in sp. Prosa, wie Luc. Tox. 50; κατὰ σφαγίων, Plut. Pyrrh. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκωμοτέω: (ὄμνυμι) ὁρκίζομαι, ὀμνύω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 70· τινι εἴς τινα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 764· πάσης ὑπὲρ γῆς Δαναϊδῶν ὁρκωμοτεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 1190· ἐπί τινι Λουκ. Τόξ. 50· κατὰ σφαγίων Πλουτ. Πύρρ. 6· ― ἑπομένου ἀπαρεμφ. ἀορ., ἦμεν δὲ ἔτοιμοι... καὶ θεοὺς ὁρκωμοτεῖν τὸ μὴ δρᾶσαι, καὶ εἰς τοὺς θεοὺς νὰ ὁρκισθῶμεν ὅτι δὲν ἐπράξαμεν, Σοφ. Ἀντ. 265· ἑπομένου ἀπαρεμφ. μέλλ., Ἄρη... ὡρκωμότησαν... λαπάξει ἄστυ, ὤμοσαν εἰς τὸν Ἄρην ὅτι ἤθελον..., Αἰσχύλ. Θήβ. 48.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
jurer avec serment : τινι, à qqn ; τινα ou ἐπί τινι, jurer par une divinité ; τινά τι, jurer qch au nom d’un dieu.
Étymologie: ὅρκος, ὄμνυμι.
Greek Monotonic
ὁρκωμοτέω: (ὄμνυμι), μέλ. -ήσω, παίρνω όρκο, στους Τραγ.· ακολουθ. από απαρ. αόρ., ὁρκωμοτέω θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι, ορκίζονται στους θεούς ότι δεν το έπραξαν, σε Σοφ.· από απαρ. μέλ., Ἄρῃὡρκωμότησαν λαπάξειν, ορκίστηκαν στο όνομα του Άρη ότι θα πραγματοποιούσαν καταστροφές, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρκωμοτέω: приносить (давать) клятву, клясться: ὁ. τινι Aesch. клясться кому-л.; ὁ. τινα Aesch. и ἐπὶ τινι Luc. клясться кем-л.; ὁ. θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι Soph. клясться богами в своей непричастности к делу; ὁ. κατὰ σφαγίων Plut. приносить клятву, скрепленную жертвоприношением; πάσης ὑπὲρ γῆς ὁ. Eur. давать клятву от имени всей страны.
Middle Liddell
ὁρκ-ωμοτέω, fut. -ήσω ὄμνυμι
to take an oath, Trag.:— foll. by inf. aor., ὁρκ. θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι to swear by the gods that they did it not, Soph.; by inf. fut., Ἄρη ὡρκωμότησαν λαπάξειν made oath by Ares that they would destroy, Aesch.