ἑκκαιδεκάδωρος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ον, A sixteen palms long, 11.4.109.
German (Pape)
[Seite 761] von sechszehn Handbreiten, Il. 4, 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκκαιδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δεκαὲξ παλαμῶν, «ἑκκαίδεκα παλαιστῶν˙ δῶρον γὰρ καλεῖται ἡ παλαιστή, ἥ ἐστιν ἔκτασις τῆς χειρὸς τῶν τεσσάρων δακτύλων» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long de seize palmes.
Étymologie: ἑκκαίδεκα, δῶρον².
English (Autenrieth)
sixteen palms (δῶρα) long, of the horns of a wild goat, Il. 4.109†.
Spanish (DGE)
-ον
de dieciséis palmos κέρα Il.4.109, cf. 2 δῶρον.
Greek Monolingual
ἑκκαιδεκάδωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος δεκαέξι παλαμών.
Greek Monotonic
ἑκκαιδεκάδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που έχει μήκος δεκαέξι παλάμες, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκκαιδεκάδωρος: протяжением или размером в шестнадцать доров (δῶρον = 7.77 см) Hom.