καταλεπτύνω

From LSJ
Revision as of 11:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλεπτύνω Medium diacritics: καταλεπτύνω Low diacritics: καταλεπτύνω Capitals: ΚΑΤΑΛΕΠΤΥΝΩ
Transliteration A: kataleptýnō Transliteration B: kataleptynō Transliteration C: kataleptyno Beta Code: kataleptu/nw

English (LSJ)

A make very thin, in Pass., τὸ πρόσωπον -λελεπτύσθαι Hp.Aër.7; οἱ μάλιστα -λελεπτυσμένοι Arist.PA668a22, cf. Gal.18(2).18, 25.

German (Pape)

[Seite 1360] sehr dünn, mager machen; Hippocr.; Arist. part. an. 3, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταλεπτύνω: κάμνω τι λίαν λεπτὸν καὶ ἀσθενές, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 10· οἱ καταλεπτυνόμενοι, οἱ καταλελεπτυσμένοι Γαλην. 8. 588, 590· καταλελεπτύνθαι ὑπὸ τῆς νόσου Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 197.

Greek Monolingual

καταλεπτύνω (Α)
καθιστώ κάτι πολύ λεπτό, πολύ ισχνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λεπτύνω (< λεπτός)].

Russian (Dvoretsky)

καταλεπτύνω: делать тонким, худым: καταλελεπτισμένος Arst. исхудалый.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λεπτύνω, pass. vermageren.