στιμμίζω

From LSJ
Revision as of 11:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιμμίζω Medium diacritics: στιμμίζω Low diacritics: στιμμίζω Capitals: ΣΤΙΜΜΙΖΩ
Transliteration A: stimmízō Transliteration B: stimmizō Transliteration C: stimmizo Beta Code: stimmi/zw

English (LSJ)

(also written στιμίζω), A tinge the eyelids black with στίμμι, Ps.-Democr.Symp.Ant.p.5 G.:—Med., tinge one's eyelids with black, Gal.6.439; σ. τοὺς ὀφθαλμούς LXX 4 Ki.9.30, Ez.23.40. 2 later, apply any eye-salve, Aët.7.41 (Pass.); cf. στιβίζομαι.

German (Pape)

[Seite 944] die Augenbrauen oder Augenlider mit στίμμι schwarz färben; und eben so im med., sich die Augenbrauen schminken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στιμμίζω: βάπτω τὰ βλέφαρα, μελανίζω αὐτὰ μὲ στίμμι, Δημόκρ. παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 5. 337. -Μέσ., βάπτω τὰ βλέφαρά μου μαῦρα, Γαλην. 6. 439· στ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἑβδ. (Δ΄Βασιλ. Θ΄, 30, Ἰεζεκ. ΚΓ΄, 40).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α στίμμι / στῑβι]
βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι
μσν.
μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
χρησιμοποιώ κολλύριο για τα μάτια.

Russian (Dvoretsky)

στιμμίζω: подкрашивать черной сурьмой, сурьмить Democr.