Καλλιόπη

From LSJ
Revision as of 13:40, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Καλλῐόπη Medium diacritics: Καλλιόπη Low diacritics: Καλλιόπη Capitals: ΚΑΛΛΙΟΠΗ
Transliteration A: Kalliópē Transliteration B: Kalliopē Transliteration C: Kalliopi Beta Code: *kallio/ph

English (LSJ)

ἡ, (ὄψ) A Calliope, the beautiful-voiced, name of the Epic Muse, Hes.Th.79, h.Hom.31.2, Sapph.82, etc.; ἡμετέρη Κ. my Muse, Call.Aet.3.1.77:—also Καλλιόπεια, AP4.3b.61 (Agath.): as adjective, κούρᾳ καλλιόπᾳ, of Echo, Theoc.Syrinx19.

Greek (Liddell-Scott)

Καλλιόπη: ἡ (ἐκ τοῦ ὄψ, ἡ καλὴν ἔχουσα φωνὴν) ἡ πρώτη τῶν Μουσῶν κατὰ Ἀπολλόδωρον, πρώτην Καλλιόπην, εἶτα Κλειὼ κτλ. Ἀπολλόδ. 1, 3, 2· ἡ Ἐπικὴ Μοῦσα, ἡ ἐξέχουσα πασῶν τῶν ἄλλων Μουσῶν, Καλλιόπη θ’· ἣ δὴ προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων Ἡσ. Θεογ. 79, Ὁμ. 79, Ὁμ. Ὕμν. 31. 2· - Καλλιόπεια, Ἀγαθ. Προοίμ. Ἀνθ. Π. 107· - ὡς ἀπίθ., κούρᾳ καλλιόπᾳ, ἐπὶ τῆς Ἠχοῦς, Θεόκρ. Fist. 19.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Calliope, Muse de l’épopée.
Étymologie: καλός, ὄψ.

Greek Monotonic

Καλλιόπη: ἡ (ὄψ), η Καλλιόπη, η καλλίφωνη, η πρώτη από τις εννέα Μούσες, η Μούσα της Επικής Ποίησης, σε Ησίοδ., Ομηρ. Ύμν.· επίσης, Καλλιόπεια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Καλλιόπη: дор. Καλλιόπα ἡ Каллиопа (муза эпической поэзии) HH, Hes. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Καλλιόπη -ης, ἡ, Dor. Καλλιόπα, Calliope (muze); als adj. f. met fraaie stem:. κούρᾳ καλλιόπᾳ voor het meisje met de fraaie stem (Echo) Theocr. Syr. 19.

Middle Liddell

Καλλι-όπη, ἡ, [ὄψ]
Calliope, the beautiful-voiced, chief of the nine Muses, the epic Muse, Hes., Hhymn.: also Καλλιόπεια, Anth.