προσμηχανάομαι

From LSJ
Revision as of 16:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμηχᾰνάομαι Medium diacritics: προσμηχανάομαι Low diacritics: προσμηχανάομαι Capitals: ΠΡΟΣΜΗΧΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: prosmēchanáomai Transliteration B: prosmēchanaomai Transliteration C: prosmichanaomai Beta Code: prosmhxana/omai

English (LSJ)

Pass., A to be cunningly fastened to or upon, A. Th.541,643. II Med., contrive or procure for oneself, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Pl.R.467c; διατριβὴν ἑτέραν D.H.7.37; τούτοις ἄλλα παράδοξα J.AJ8.13.1; τιθασεύματα Porph.Abst.1.9.

German (Pape)

[Seite 772] noch dazu ersinnen, αὐτοῖς ἀσφάλειαν, Plat. Rep. V, 467 c; künstlich hinzusetzen, perf. in pass. Bdtg, σῆμα προσμεμηχανημένον, Aesch. Spt. 625, vgl. 523.

Greek (Liddell-Scott)

προσμηχᾰνάομαι: Παθητ., εὐφυῶς προσάπτομαι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 541, 643. ΙΙ. Μέσ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, ἐξευρίσκω δι’ ἐμαυτόν, πορίζομαι, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Πλάτ. Πολ. 467C· διατριβὴν Διον. Ἁλ. 7. 37.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
au sens Pass.
être fixé ou attaché à.
Étymologie: πρός, μηχανάω.

Greek Monotonic

προσμηχᾰνάομαι:I. Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.
II. Μέσ., επινοώ ή βρίσκω για τον εαυτό μου, αὐτοῖς ἀσφάλειαν, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσμηχᾰνάομαι:
1) быть приделанным, быть укрепленным (προσμεμηχανημένος γόμφοις Aesch.);
2) устраивать, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-μηχανάομαι, med. erop bevestigen:; Σφίγγ ’... προσμεμηχανημένην γόμφοις de Sfinx die er met nagels op bevestigd is Aeschl. Sept. 541; erbij tot stand brengen. προσμηχανᾶσθαι δ ’ αὐτοῖς ἀσφάλειαν voor hen ook nog veiligheid bewerken Plat. Resp. 467c.

Middle Liddell


I. Pass. to be cunningly fastened to or upon, Aesch.
II. Mid. to contrive or procure for oneself, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Plat.