ναυπηγός

From LSJ
Revision as of 15:58, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγός Medium diacritics: ναυπηγός Low diacritics: ναυπηγός Capitals: ΝΑΥΠΗΓΟΣ
Transliteration A: naupēgós Transliteration B: naupēgos Transliteration C: nafpigos Beta Code: nauphgo/s

English (LSJ)

ὁ, (πήγνυμι) A shipbuilder, shipwright, Th.1.13, Pl.R.333c, al., PPetr.2 p.61 (iii B. C.), PCair.Zen.270.8 (iii B.C.):—written ναϝυπηγός IG12.672; ναπηγός ib.428.

German (Pape)

[Seite 232] Schiffe zusammenfügend, ὁ, Schiffszimmermann, Schiffsbauer; Thuc. 1, 13; Plat. Gorg. 455 b Rep. I, 333 c; Pol. 1, 20, 10 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγός: ὁ, (πήγνυμι) ὁ ναυπηγῶν, κατασκευάζων πλοῖα, Θουκ. 1. 13, Πλάτ. Πολ. 333C, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
constructeur de navires.
Étymologie: ναῦς, πήγνυμι.

Greek Monolingual

ο (Α ναυπηγός και ναFυπηγός και ναπηγός)
(γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῡς ποιήσας τέσσαρας», Θουκ.)
νεοελλ.
(ειδικά) ειδικός επιστήμονας που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες της κατασκευής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο-πηγός, ασπιδο-πηγός.

Greek Monotonic

ναυπηγός: ὁ (πήγνυμι), κατασκευαστής πλοίων, ναυπηγός, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ναυπηγός: ὁ кораблестроитель Thuc., Plat., Arst.

Middle Liddell

ναυ-πηγός, οῦ, ὁ, πήγνυμι
a shipwright, Thuc., Plat.