θρόνωσις

From LSJ
Revision as of 10:02, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρόνωσις Medium diacritics: θρόνωσις Low diacritics: θρόνωσις Capitals: ΘΡΟΝΩΣΙΣ
Transliteration A: thrónōsis Transliteration B: thronōsis Transliteration C: thronosis Beta Code: qro/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,= θρονισμός, A enthronement of the newly initiated, at the mysteries of the Corybantes, Pl.Euthd.277d.

German (Pape)

[Seite 1220] ἡ, das auf den Stuhl Setzen; Plat. Euthyd. 277 d θρόνωσιν ποιεῖν περὶ τοῦτον, ὃν ἂν μέλλωσι τελεῖν, von der Aufnahme in die korybantischen Mysterien; der Aufgenommene wurde auf einen Stuhl gesetzt u. von den Korybanten umtanzt.

Greek (Liddell-Scott)

θρόνωσις: -εως, ἡ, = θρονισμός, ὁ ἐνθρονισμὸς τῶν νεωστὶ μυηθέντων εἰς τὰ μυστήρια τῶν Κορυβάντων, Πλάτ. Εὐθυδ. 277D, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Ἀγλαοφ. 116.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire asseoir (cérémonie d’initiation aux mystères des Corybantes).
Étymologie: θρονόω.

Greek Monolingual

θρόνωσις, ἡ (Α) θρονούμαι
ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων.

Greek Monotonic

θρόνωσις: -εως, ἡ, ο ενθρονισμός των μελών που μυήθηκαν πρόσφατα στα μυστήρια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θρόνωσις: εως ἡ троноз, усаживание (обряд посвящения в число корибантов: посвящаемого усаживали на особый θρόνος, и вокруг него устраивалась священная пляска членов братства) Plat.

Middle Liddell

θρόνωσις, εως [from θρόνος
the enthronement of the newly initiated at the mysteries, Plat.