δυσμαθία
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ἡ, A slowness at learning, ib. 618d (pl.), Lg.812e, etc.:—written δυσμᾰθ-μάθεια, Id.Ep.315c, Iamb.VP20.95.
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, Ungelehrigkeit, ἡσυχῆ καὶ βραδέως μανθάνειν, Plat. Charm. 159 e; öfter, auch plur., Rep. X, 618 d.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμᾰθία: ἡ, ἡ περὶ τὸ μανθάνειν βραδύτης, Πλάτ. Πολ. 618D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 difficulté pour apprendre;
2 lenteur d’esprit.
Étymologie: δυσμαθής.
Spanish (DGE)
v. δυσμάθεια.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δυσμᾰθία: ἡ, βραδύτητα στη μάθηση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσμᾰθία: ἡ тж. pl. невосприимчивость к знанию, непонятливость Plat.