παρέκχυσις

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέκχῠσις Medium diacritics: παρέκχυσις Low diacritics: παρέκχυσις Capitals: ΠΑΡΕΚΧΥΣΙΣ
Transliteration A: parékchysis Transliteration B: parekchysis Transliteration C: parekchysis Beta Code: pare/kxusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A overflowing, of rivers, Plb.34.10.4, Str.3.5.7, etc. 2 effusion, αἵματος Gal.19.124; of humours, Cass.Fel.76; = ὕδερος, Cael.Aur.TP3.8.

German (Pape)

[Seite 514] ἡ, das Ausgießen, bes. Austreten eines Flusses; Pol. bei Ath. VIII, 332 a; Strab. 3, 5, 7 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παρέκχῠσις: ἡ, ἐκχείλισις, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 34. 10, 4, Στράβ. 173, κτλ.· ἔκχυσιςἐξόρμησις ὑγρῶν, αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος, ἃς δὴ καὶ ἐκχυμώσεις ὀνομάζει Γαλην. τ. 19. σ. 124, 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 débordement d’un fleuve;
2 épanchement d’humeurs.
Étymologie: παρεκχέω.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ παρεκχέω
1. (για ποτάμια) εκχείλιση, πλημμύρα
2. (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος», Γαλ.)
αρχ.
(για χυμούς) έκχυση.

Greek Monotonic

παρέκχῠσις: ἡ, εκχείλιση, λέγεται για ποτάμια, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

παρέκχῠσις: εως ἡ разлив, наводнение Polyb.

Middle Liddell

παρέκχῠσις, εως, [from παρεκχέω
an overflowing, of rivers, Strab.