πῶϋ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
εος, τό, pl. πώεα, τά, Epic Noun, flock, in Hom. of sheep, in phrases, οἰῶν μέγα πῶϋ Il. 3.198, cf. 11.696, al.; οἰῶν πώεα Od. 11.402; opp. βοῶν ἀγέλαι, 12.129, cf. Il. 11.678, al.; πώεσι μήλων Od. 4.413, etc.; πώεα abs., Hes. Op. 516; apptly. of goats, Oppian. H. 2.500; later πώεα παίδων Nonn. D. 3.302; ἁλίτροφα π. λίμνης, of fish, ib. 41.33, cf. Oppian. H. 1.66, 2.547.
German (Pape)
[Seite 828] εος, τό, Heerde; Hom. im sing. u. plur., durchgängig von Schaafheerden; ὀΐων μέγα πῶϋ Il. 3, 198, u. oft, z. B. οἰῶν πώεα καλά Od. 11, 402, νομεὺς ἃς πώεσι μήλων 4, 413; βοῶν ἀγέλαι u. οἰῶν πώεα einander entgegengesetzt, 12, 129, vgl. 14, 100. 24, 112; so stehen Il. 11, 678 neben einander βοῶν ἀγέλαι, πώεα οἰῶν, συῶν συβόσια u. αἰπόλια αἰγῶν; ohne Zusatz für Schaafheerde, Hes. O. 518.
French (Bailly abrégé)
πώεος, plur. non contr. πώεα (τό) :
troupeau de moutons ou de brebis ; p. ext. d’enfants, de poissons.
Étymologie: DELG v. ποιμήν.
Greek Monotonic
πῶϋ: -εος, τό, πληθ. πώεα, τά (βλ. ποιμήν), ποίμνιο, λέγεται για πρόβατα, αντίθ. προς το ἀγέλη(κοπάδι με βοοειδή), σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πῶϋ: πώεος τό (овечье) стадо Hes.: ἑπτὰ βοῶν ἀγέλαι, τόσα δ᾽ οἰῶν πώεα Hom. семь стад коров и столько же стад овец.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πῶϋ -εος, τό [~ ποιμήν] plur. πώεα schaapskudde.