ἀποσταυρόω
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
A fence off with a palisade, Th.4.69, 6.101, X.HG7.4.32, Plb.4.56.8, Plu.Arat.40:—Pass., Pherecr.17.
German (Pape)
[Seite 326] verpallisadiren, verschanzen, Thuc. 4, 69. 6, 101 Xen. Hell. 7, 4, 32 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσταυρόω: ἀποφράττω διὰ σταυρώματος, περιφράγματος ἐκ πασσάλων, Θουκ. 4. 69., 6. 101, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 32: - Παθ., Φερεκρ. ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. 5. σ. 26: - πρβλ. ἀποταφρεύω, ἀποχαρακόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fermer d’une palissade.
Étymologie: ἀπό, σταυρόω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. rodear con una empalizada τὸν πόρον Th.7.80, ἅπαν (τὸ χωρίον) X.An.6.5.1, cf. en v. pas. HG 5.4.38, τὸν Ἀκροκόρινθον Plu.Arat.40, τὴν ἀκρόπολιν Plu.Dio.48, τὰς ἐκ θαλάττης προσβάσεις Plb.4.56.8, cf. D.C.43.33.2
•abs. hacer una empalizada Th.4.69, 6.101, X.HG 7.4.32.
2 en v. med. γέρροις ἀποσταυροῦνται se protegen con los escudos a guisa de empalizada Pherecr.18.
Greek Monotonic
ἀποσταυρόω: μέλ. -ώσω, περιφράζω με πασσάλους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσταυρόω: обносить частоколом, огораживать (Thuc., Xen.; τὴν πόλιν Plut.).