ἐκπερισσῶς

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπερισσῶς Medium diacritics: ἐκπερισσῶς Low diacritics: εκπερισσώς Capitals: ΕΚΠΕΡΙΣΣΩΣ
Transliteration A: ekperissō̂s Transliteration B: ekperissōs Transliteration C: ekperissos Beta Code: e)kperissw=s

English (LSJ)

Adv. more exceedingly, Ev.Marc.14.31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπερισσῶς: ἐπίρρ. ἔτι μᾶλλον, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδʹ, 31 Λαχμ., ἀλλ᾿ ἡ συνήθ. γρ. εἶναι ἐκ περισσοῦ.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une façon tout à fait excessive.
Étymologie: ἐκ, περισσός.

Greek Monolingual

ἐκπερισσῶς (Α)
επίρρ. έτι μάλλον, ακόμη περισσότερο.

Greek Monotonic

ἐκπερισσῶς: επίρρ., εξαιρετικά υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐκπερισσῶς: с чрезвычайной силой, решительно (λαλεῖν NT - v.l. ἐκ περισσοῦ).

Middle Liddell

more exceedingly, NTest.