παλαιοράφος

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιοράφος Medium diacritics: παλαιοράφος Low diacritics: παλαιοράφος Capitals: ΠΑΛΑΙΟΡΑΦΟΣ
Transliteration A: palaioráphos Transliteration B: palaioraphos Transliteration C: palaiorafos Beta Code: palaiora/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ὁ, A cobbler, ib.

German (Pape)

[Seite 445] ὁ, Altflicker.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιοράφος: -ον, ὁ παλαιὰ ῥάπτων, διορθωτής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

παλαιοράφος, -ον (Α)
το αρσ. ως ουσ. επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. κοσκινο-ράφος].