πέταχνον

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέταχνον Medium diacritics: πέταχνον Low diacritics: πέταχνον Capitals: ΠΕΤΑΧΝΟΝ
Transliteration A: pétachnon Transliteration B: petachnon Transliteration C: petachnon Beta Code: pe/taxnon

English (LSJ)

τό, (πετάννυμι) A broad flat cup, Alex.59, prob. in Ostr.Bodl.i318 (ii/i B.C.); cf. πέτακνον:—hence πεταχνόομαι, drink from πέταχνα, drink deep, Ar.Fr.288 (ap.Phot., cf. Hsch. s.v. πεταλοῦνται; πεταχνεῦται codd. Ath.).

German (Pape)

[Seite 605] τό, auch πέτακνον u. πάτακνον, ein breites, flaches Trinkgeschirr, Alexis bei Ath. III, 125 f, der XI, 496 a erkl. ποτήριον ἐκπέταλον.

Greek (Liddell-Scott)

πέταχνον: τό, (πετάννυμι) πλατὺ ποτήριον, Ἄλεξις ἐν «Δρωπίδῃ» 1· πέτακνον παρ’ Ἡσύχ.· ― πεταχνόομαι, πίνω μὲ πέταχνον, πίνω πολύ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 279, πρβλ. Φώτ.· παρ’ Ἡσύχ. πεταλοῦται εἶναι ἐφθαρμ. ἀντὶ πεταχνοῦται.

Greek Monolingual

και πέτακνον και πέδαχνον, τὸ, Α
πλατύ, ρηχό ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετα- του πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω» + επίθημα -χν-ον κατά τα κυλί-χν-η, πελί-χν-η].