πατριάζω
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
A take after one's father, Poll.3.10.
German (Pape)
[Seite 535] nach dem Vater arten, nach ihm schlachten, des Vaters Wesen od. Sitten haben, patrisare, τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν, Poll. 3, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατριάζω: (πατὴρ) ὁμοιάζω πρὸς τὸν πατέρα μου, πράττω τι ὡς αὐτός, μιμοῦμαι τὸν πατέρα, Λατ. patrissare, «καὶ πατριάζειν δέ τι ἔλεγον Ἀθηναῖοι, τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν» Πολυδ. Γ΄, 10, Κύριλλ.· πρβλ. πατρώζω.
Greek Monolingual
Α πατήρ, -τρός]
1. (κατά τον Πολυδ.) «πατριάζειν δὲ τι ἔλεγον οἱ Ἀθηναῖοι τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν»
2. μοιάζω με τον πατέρα μου, μιμούμαι τον πατέρα μου, κάνω κάτι όπως αυτός.