παντόσεμνος
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
ον, A = πάνσεμνος, A.Eu.637.
German (Pape)
[Seite 464] = πάνσεμνος, ἀνήρ, Aesch. Eum. 607.
Greek (Liddell-Scott)
παντόσεμνος: -ον, = πάνσεμνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 637.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait vénérable.
Étymologie: πᾶν, σεμνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολυσέβαστος.
Greek Monotonic
παντόσεμνος: -ον, = πάνσεμνος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παντόσεμνος: окруженный глубочайшим уважением (ἀνήρ Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντόσεμνος -ον [~ πάνσεμνος] zeer eerbiedwaardig.
Middle Liddell
παντό-σεμνος, ον, = πάνσεμνος, Aesch.]