πηνέλοψ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
Aeol. and Dor. πᾱν-, οπος, ὁ, a parti-coloured A duck, Alc. 84, Ibyc.8, Ar.Av.298, 1302, Ion Trag.68, Arist.HA593b23.
German (Pape)
[Seite 611] οπος, ὁ bei Schol. Ar. Av. 1302, ἡ Ibyc. 13, eine bunte, purpurstreifige Entenart; Ar. Av. 298. 1302; Arist. H. A. 8, 5, vgl. Tzetz. Lycophr. 792.
Greek (Liddell-Scott)
πηνέλοψ: Αἰολ. καὶ Δωρ. πᾱν-, οπος, ὁ, εἶδος νήσσης μετὰ πορφυρῶν γραμμῶν, πιθ. Anas Penelope, Ἀλκαῖ. 81, Ἴβυκ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 298, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16· ― παρ᾿ Ἰβύκῳ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει ποικιλοπανέλοπες (χάριν τοῦ μέτρου).
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
espèce de canard ou d'oie sauvage.
Étymologie: DELG beaucoup de noms d'oiseaux en -οψ.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πανέλοψ, -οπος, ὁ, Α
είδος νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό σήμερα ως σφυριχτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -οψ, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. αέρ-οψ, δρύ-οψ, μέρ-οψ)].
Greek Monotonic
πηνέλοψ: Αιολ. και Δωρ. πᾶν-οπος, ὁ, είδος πάπιας με πορφυρές λωρίδες, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πηνέλοψ: дор. πανέλοψ, οπος ὁ зоол. чирок (разновидность Anas Penelope) Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηνέλοψ -οπος, ὁ, Dor. en Aeol. πᾱνέλοψ, (bontgekleurde) eend.
Frisk Etymological English
-οπος
Grammatical information: m.
Meaning: duck or wild goose with coloured neck (Alc., Ibyc., Ar., Arist.).
Other forms: Aeol. Dor. παν-.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. δρύοψ, κέρκοψ, πάρνοψ and other animal names (Chantraine Form. 259, Schwyzer 426 n. 4); further unclear. The stem is also found in Πηνέλ-εως m. name of a Boeotian leader (Il.). -- Further on πηνέλοψ Thompson Birds s. v. -- From it perhaps Πηνελόπεια, -η; s. v. -- Prob. a Pre-Greek word (as the ending -οπ shows).
Middle Liddell
πηνέλοψ, αεολιξ ανδ δοριξ πᾱν-, οπος, ὁ,
a kind of duck with purple stripes, Ar.
Frisk Etymology German
πηνέλοψ: -οπος
{pēnélops}
Forms: äol. dor. παν-,
Grammar: m.
Meaning: Ente oder Wildgans mit buntem Hals (Alk., Ibyk., Ar., Arist. u.a.).
Etymology: Vgl. δρύοψ, κέρκοψ, πάρνοψ und andere Tiernamen (Chantraine Form. 259, Schwyzer 426 A. 4); sonst dunkel. Seltsame Etymologie von Carnoy Les ét. class. 22, 346 A. 19. Der Stamm findet sich auch in Πηνέλεως m. N. eines böotischen Führers (Il.).— Näheres über πηνέλοψ Thompson Birds s. v. — Davon wahrscheinlich Πηνελόπεια, -η; s. bes.
Page 2,529