ποιητοδιδάσκαλος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ὁ, A poet's master, EM428.19.
German (Pape)
[Seite 649] ὁ, Lehrmeister eines Dichters, E. M. p. 428, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ποιητοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος ποιητῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 428. 19.
Greek Monolingual
ὁ, Μ δάσκαλος ποιητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιητής + διδάσκαλος.