πολυδεής

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδεής Medium diacritics: πολυδεής Low diacritics: πολυδεής Capitals: ΠΟΛΥΔΕΗΣ
Transliteration A: polydeḗs Transliteration B: polydeēs Transliteration C: polydeis Beta Code: poludeh/s

English (LSJ)

ές, (δέομαι) A wanting much, Max. Tyr. 21.4.

German (Pape)

[Seite 661] ές, viel bedürfend, Max. Tyr. 21, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδεής: -ές, (δέομαι) ὁ πολλῶν δεόμενος, ὁ πολλῶν ἔχων χρείαν, ἡ τοῦ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεὴς Μάξ. Τύρ. 21. 4.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει ανάγκη από πολλά, που χρειάζεται πολλά («ἡ τοῦ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεής», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δεής (< δέω / δῶ «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. ολιγο-δεής].