πολυμιξία

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμιξία Medium diacritics: πολυμιξία Low diacritics: πολυμιξία Capitals: ΠΟΛΥΜΙΞΙΑ
Transliteration A: polymixía Transliteration B: polymixia Transliteration C: polymiksia Beta Code: polumici/a

English (LSJ)

ἡ, A = πολυμιγία, αἱ π. τῶν σπερμάτων Epicur.Fr.250 (= Metrod.Fr.1).

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, = πολυμιγία, Plut. adv. Colot. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. πολυμιγία.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύμικτος
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού
μσν.
1. πολυγαμία
2. κακοφωνία από πολλές φωνές
μσν.-αρχ.
1. πολυμιγία, ανάμιξη διαφορετικών συστατικών
2. μίξη, συνεύρεση με πολλά θηλυκά άτομα.

Russian (Dvoretsky)

πολυμιξία: ἡ Plut. = πολυμιγία.