προσανοιμώζω
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
A moan or sigh at a thing, Plb.5.16.4.
German (Pape)
[Seite 750] (s. οἰμώζω), dabei aufseufzen, Pol. 5, 16, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσανοιμώζω: ἀνοιμώζω, ἀναστενάζω πρός τι, Πολύβ. 5. 16, 4.
Greek Monolingual
Α
θρηνώ επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ + ἀνοιμώζω «θρηνώ, κλαίω δυνατά»].
Russian (Dvoretsky)
προσανοιμώζω: (по поводу чего-л.) вздыхать (καταπλαγεὶς καὶ προσανοιμώξας Polyb.).