προπεμπτικός

From LSJ
Revision as of 21:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπεμπτικός Medium diacritics: προπεμπτικός Low diacritics: προπεμπτικός Capitals: ΠΡΟΠΕΜΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: propemptikós Transliteration B: propemptikos Transliteration C: propemptikos Beta Code: propemptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A accompanying, escorting, used in escorting, λαλιά Men.Rh.p.395 S.; λόγοι Him.Ecl.10.1; περίοδος Sch.Ar.Eq.496. Adv. -κῶς Iamb.VP28.145.

German (Pape)

[Seite 739] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496.

Greek (Liddell-Scott)

προπεμπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ λόγος ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ προπέμπω
αυτός που γίνεται, που τελείται ή χρησιμοποιείται κατά την προπομπή, το κατευόδιο (α. «προπεμπτικὴ λαλιά», Μέν. Ρήτ.
θ. «προπεμπτικοὶ λόγοι», Ιμέρ.).