πωρόμφαλον
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό, A stony concretion in the navel cavity, Gal.19.445.
German (Pape)
[Seite 828] τό, Nabelverhärtung, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πωρόμφᾰλον: τό, «πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλην. τ. 2, σ. 274.
Greek Monolingual
τὸ, Α
σκλήρυνση του ομφαλού («πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ὀμφαλός.