σκορδίνημα
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ατος, τό, A stretching, Hp.Epid.2.3.1; also σκορδῐν-ησμός, ὁ, ib.6.5.1 (σκορδῐν-ισμός codd., as in Gal.17(2).244).
German (Pape)
[Seite 904] τό, auch κορδίνημα, das Recken der Glieder, bes. bei Schlaftrunkenen, Hippocr.
Greek Monolingual
και κορδίνημα, τὸ, Α σκορδινῶμαι
η κατάσταση του σκορδινῶμαι, το τέντωμα τών άκρων του σώματος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκορδίνημα -ατος, τό [σκορδινάομαι] het zich strekken of uitrekken.