στροβητός

From LSJ
Revision as of 10:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβητός Medium diacritics: στροβητός Low diacritics: στροβητός Capitals: ΣΤΡΟΒΗΤΟΣ
Transliteration A: strobētós Transliteration B: strobētos Transliteration C: strovitos Beta Code: strobhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A wheeled round or about, Luc.Trag. 12. Adv. -τῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 954] herumgedreht, gewaltsam bewegt, Luc. Tragodop. 199.

Greek (Liddell-Scott)

στροβητός: -ή, -όν, γυριστός, στρημμένος, Λουκ. Τραγ. 12. - Ἐπίρρ. στροβητῶς, «τεταραγμένως» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
entraîné par un mouvement tournant.
Étymologie: στροβέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στροβῶ
στριμμένος, στριφτός.
επίρρ...
στροβητῶς Α
(κατά τον Ησύχ.) «τεταραγμένως «.

Russian (Dvoretsky)

στροβητός: [adj. verb. к στροβέω вращаемый, кружимый (τροχῷ Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροβητός -ή -όν [στροβέω] ronddraaiend, wervelend.