συνοδηγός
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: συνοδηγός | Medium diacritics: συνοδηγός | Low diacritics: συνοδηγός | Capitals: ΣΥΝΟΔΗΓΟΣ |
Transliteration A: synodēgós | Transliteration B: synodēgos | Transliteration C: synodigos | Beta Code: sunodhgo/s |
ὁ, A guide, Lyr.Alex.Adesp.1.15.
ο, η / συνοδηγός, -όν, ΝΑ ὁδηγός
ο επίσης οδηγός
νεοελλ.
αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό οχήματος
αρχ.
οδηγός.