φιλοκαμπής
From LSJ
English (LSJ)
ές, A easily bending, lithe, κίρκος AP6.294 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1280] ές, gern, gewöhnlich gebogen, κίρκος Phani. 2 (VI, 294).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ συνηθίζων νὰ κάμπτηται, νὰ λυγίζηται, εὔκαμπτος, κίρκος Ἀνθ. Π. 6. 294.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très flexible.
Étymologie: φίλος, κάμπτω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. δυσ-καμπής].
Greek Monotonic
φῐλοκαμπής: -ές, γεν. -έος (κάμπτω), αυτός που κάμπτεται εύκολα, λυγερός, εύκαμπτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκαμπής: легко сгибаемый или согнутый (κίρκος Anth.).