φρακτός

From LSJ
Revision as of 14:38, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρακτός Medium diacritics: φρακτός Low diacritics: φρακτός Capitals: ΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: phraktós Transliteration B: phraktos Transliteration C: fraktos Beta Code: frakto/s

English (LSJ)

ή, όν, A fenced, protected, φολίδεσσι Opp.H.1.641; cf. φαρκτός.

German (Pape)

[Seite 1303] adj. verb. von φράσσω, eingeschlossen, umzäunt, geschützt, gepanzert, befestigt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φρακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., πεφραγμένος, τεθωρακισμένος, σκεπασμένος, ὅσσα φῦλα ἢ λεπίσιν πυκινῇσι καλύπτεται, ἢ φολίδεσσι φρακτὰ Ὀππ. Ἁλ. 1. 641.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φρακτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φραχτός Ν, και κατά τον Ησύχ. φαρκτός Α
νεοελλ.
1. κλεισμένος με φράγμα, περιφραγμένος
2. αυτός που μπορεί να περιφραχθεί
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. φρακτή
4. το ουδ. ως ουσ. το φρακτό
περιφραγμένο κτήμα
μσν.-αρχ.
καλυμμένος, σκεπασμένος («ὅσσα φῡλα ἤ λεπίσιν πυκινῇσι καλύπτεται ἤ φολίδεσι φρακτά», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ- του ρ. φράζω (ΙΙ) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ. Ο νεοελλ. τ. φραχτός < φρακτός, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (πρβλ. γραφτός < γραπτός)].