φρακτός
English (LSJ)
ή, όν, A fenced, protected, φολίδεσσι Opp.H.1.641; cf. φαρκτός.
German (Pape)
[Seite 1303] adj. verb. von φράσσω, eingeschlossen, umzäunt, geschützt, gepanzert, befestigt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., πεφραγμένος, τεθωρακισμένος, σκεπασμένος, ὅσσα φῦλα ἢ λεπίσιν πυκινῇσι καλύπτεται, ἢ φολίδεσσι φρακτὰ Ὀππ. Ἁλ. 1. 641.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φρακτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φραχτός Ν, και κατά τον Ησύχ. φαρκτός Α
νεοελλ.
1. κλεισμένος με φράγμα, περιφραγμένος
2. αυτός που μπορεί να περιφραχθεί
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. φρακτή
4. το ουδ. ως ουσ. το φρακτό
περιφραγμένο κτήμα
μσν.-αρχ.
καλυμμένος, σκεπασμένος («ὅσσα φῡλα ἤ λεπίσιν πυκινῇσι καλύπτεται ἤ φολίδεσι φρακτά», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ- του ρ. φράζω (ΙΙ) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ. Ο νεοελλ. τ. φραχτός < φρακτός, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (πρβλ. γραφτός < γραπτός)].