ψήφινος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, perhaps A made of marble, λίθινος ἢ ψ. μυροθήκη as expl. of ἀλάβαστρον, AB374: ἀλάβαστρον· μυροθήκη λίθος ψήφινος, Hsch. (λίθινος ἢ ψ. Cyr.): ἀπὸ Ἁρποκράτου ψηφίνου from a marble (statue of) Harpocrates, PMag.Par.1.1074.
German (Pape)
[Seite 1397] von Steinchen gemacht, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ψήφῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων φυσικὴν σύστασιν ψήφου ἢ λιθαρίου, λίθος Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλάβαστρον.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
ψηφιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + κατάλ. -ινος (πρβλ. γή-ινος)).