ψιαθοπλόκος
English (LSJ)
ὁ, A a plaiter of mats, PSI10.1132.8 (i A. D.), Greg. Cor.p.551S., Lex.Herodot.ap.Stein Herodotus ii p.458, Suid. s.v. σχοίνου συμβολεῖς: written ψαθοπλόκος in Sammelb.5124.332 (Tebtunis, ii A. D.):—also ψῐᾰθ-ποιός, ὁ, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1399] Binsenmatten flechtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψιᾰθοπλόκος: ὁ, ὁ πλέκων ψιάθους, Γραμματ.· - ὡσαύτως -ποιός, όν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
και ψαθοπλόκος, ὁ, ΜΑ
αυτός που πλέκει ψιάθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίαθος + -πλόκος (< πλέκω) πρβλ. στιχοπλόκος.