βατεύω
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
perhaps A trample, damage, τὰ βεβατ[ευ]μένα BGU45.21 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 438] = βατέω; aber Eur. Suppl. 1028 ist für τάφον βατεύουσα richtig ματεύουσα emendirt.
Spanish (DGE)
destrozar en v. pas. τέλος οἰκίας βατευομέ(νης) parte de una casa medio en ruinas, PAshm.24.6 (I a.C.), τὰ βεβατ[ευ] μένα ὑπ' αὐτῶν BGU 45.21 (III d.C.).
• Etimología: v. 1 βατέω.
Greek Monolingual
(Α βατεύω)
νεοελλ.
(για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω
αρχ.
προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ (-έω) (κατά το οχεύω) < -βατος, -βάτης < βαίνω].