ζυγοκρούστης

From LSJ
Revision as of 07:37, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγοκρούστης Medium diacritics: ζυγοκρούστης Low diacritics: ζυγοκρούστης Capitals: ΖΥΓΟΚΡΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: zygokroústēs Transliteration B: zygokroustēs Transliteration C: zygokroystis Beta Code: zugokrou/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who uses a false balance, Artem.4.57.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, der mit der Wage betrügt, Artemid. 4, 59.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοκρούστης: ὁ, ὁ ἀπατῶν εἰς τὸ ζύγι, Ἀρτεμιδ. 4. 59.

Greek Monolingual

ζυγοκρούστης, ὁ (Α)
αυτός που εξαπατά κατά τη ζύγιση είτε χρησιμοποιώντας ψεύτικα σταθμά είτε με κρυφή κρούση, δηλ. ώθηση του ζυγοβραχίονα με το δάκτυλο είτε με άλλο χειρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνοκρούστης, τυμπανοκρούστης].