καπνηλός
From LSJ
English (LSJ)
όν, A smoky, ὀδμή Nic.Th.54.
German (Pape)
[Seite 1323] räucherig, nach Rauch schmeckend, ὀδμή Nic. Ther. 54.
Greek (Liddell-Scott)
καπνηλός: -όν, πλήρης καπνοῦ, μυρίζων ἢ ἔχων τὴν γεῦσιν καπνοῦ, Νικ. Θηρ. 54.
Greek Monolingual
καπνηλός, -όν (Α)
αυτός που έχει οσμή ή γεύση καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ηλός (πρβλ. σιγηλός, τρυφηλός].